πηδαλιουργική

πηδαλιουργική
πηδαλι-ουργική (sc. τέχνη), , art
A of rudder-making, Asp.in EN5.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πηδαλιουργική — ἡ, Α η τέχνη τής κατασκευής πηδαλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλυκού ενός αμάρτυρου επιθ. *πηδαλιουργικός (< *πηδαλιουργός < πηδάλιον + ουργός< έργον*)] …   Dictionary of Greek

  • πηδαλιουργικῆς — πηδαλιουργική of rudder making fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”